ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ

Αντασφάλιση είναι η ασφάλιση από τρίτο της ασφαλιστικής κάλυψης που προσέφερε ο ασφαλιστής ή πιο απλά η ασφάλιση μέρους του κινδύνου που ανέλαβε ένας ασφαλιστής από έναν άλλο  εξειδικευμένο ασφαλιστή που ονομάζεται αντασφαλιστής. Με απλά λόγια, η αντασφάλιση είναι η ασφάλιση της ασφάλισης.

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ

Αντικείμενο της Ασφάλισης μπορεί να είναι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο πραγματικής οικονομικής αξίας, ή  οποιοδήποτε γεγονός που, όταν συμβεί, θα προκαλέσει την απώλεια ενός νομικού δικαιώματος  ή τη δημιουργία κάποιας νομικής ευθύνης.

ΑΠΑΛΛΑΓΗ

Είναι το ποσό που συμφωνείται να αφαιρείται από την αποζημίωση που καταβάλει ο ασφαλιστής και επιβαρύνει τον ασφαλιζόμενο. Με τον τρόπο αυτό ο λήπτης της ασφάλισης αναλαμβάνει ένα μέρος του κινδύνου για λογαριασμό του.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Αποζημίωση είναι η διαδικασία αποκαταστάσεως του ζημιωθέντος ασφαλισμένου, στην ίδια ακριβώς οικονομική θέση που βρίσκονταν προ της επελεύσεως του κινδύνου γιά τον οποίο ασφαλιζόταν και ο οποίος και μόνον κίνδυνος του προκάλεσε την οικονομική ζημιά.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Ασφάλιση είναι η συγκέντρωση τυχαίων και απρόβλεπτων κινδύνων με την μεταφορά τους σε σφαλιστές που συμφωνούν έναντι ασφαλίστρου, να αποζημιώνουν τους ασφαλισμένους για τυχαίες ζημιές ή να παρέχουν άλλες χρηματικές παροχές ή υπηρεσίες συνδεόμενες με τον κίνδυνο.

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΣΕ Α’ ΚΙΝΔΥΝΟ

Είναι η κάλυψη που παρέχεται χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν τυχούσα υπασφάλιση σε περίπτωση ζημιάς.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΑ

Είναι το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρεία προκειμένου να αποκαταστήσει τις ζημιές ή τις απώλειες που υπέστησαν τα ασφαλιζόμενα αντικείμενα.

ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ

Ασφαλισμένος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο συνομολογείται  η ασφάλιση, και το οποίο πλήττεται από την πραγματοποίηση του κινδύνου.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΣ

Η λέξη «Ασφαλιστής» δηλώνει μονον την Ασφαλιστική Επιχείρηση (Ασφαλιστική Εταιρεία) η οποία αναλαμβάνει την υποχρέωη να καταβάλει το ασφάλισμα στο δικαιούχο σε περίπτωση που συμβεί ο καλυπτόμενος κίνδυνος. Ασφαλιστής σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (Ν.400/70) είναι εταιρεία (ασφαλιστική) μεγάλης κεφαλαιουχικής βάσης και υψηλής φερεγγυότητας με προϋποθέσεις και όρους που ορίζει ο νόμος.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες ασφαλιστικών επιχειρήσεων:

α) Ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ζημιών που ασκούν ασφαλίσεις κατά ζημιών

β) Ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ζωής που ασκούν ασφαλίσεις Ζωής.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΞΙΑ

Στην ασφαλιστική σύμβαση, ασφαλιστική αξία ονομάζεται η αντικειμενική, πραγματική αξία, ενός πραγματικού αντικειμένου, μια δεδομένη «στιγμή». Σε μια σύμβαση , η ασφαλιστική αξία μπορεί να αυξομειωθεί σε δεδομένες «στιγμές», λόγω παλαιότητας  ή λόγω άλλων παραμέτρων διαφοροποίησης του κινδύνου.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

Είναι η σύμβαση εκείνη, κατά την οποία ο ασφαλιστής (ασφαλιστική εταιρία), παρέχει ασφαλιστική προστασία (ανάληψη του κινδύνου) έναντι ασφαλίστρου.

 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΣΟ

Ασφαλιστικό ποσό, είναι το ποσόν για το οποίο θα πρέπει να συνομολογείται κάθε φορά η ασφαλιστική σύμβαση, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή. Η ασφαλιστική αξία και το ασφαλιστικό ποσό πρέπει να μην διαφέρουν για να είναι πλήρης η ασφαλιστική κάλυψη και να μην υπάρχει το φαινόμενο υπερασφάλισης ή υπασφάλισης.

 ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Ασφαλιστικό συμφέρον, είναι το οικονομικό ενδιαφέρον που προκύπτει για τον ασφαλιζόμενο, από την διατάραξη της νομικά κατοχυρωμένης σχέσεως, που τον συνδέει με το αντικείμενο της ασφαλίσεως.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

Είναι το ενδεχόμενο που υπάρχει να συμβεί κάποιο ζημιογόνο γεγονός, που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ

Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη, απ’ ευθείας ή μέσω άλλων διαμεσολαβούντων (Ασφαλιστικών Συμβούλων), ασφαλιστικών εργασιών, για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, με τις οποίες έχει συνάψει σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως και από τις οποίες αμείβεται με προμήθεια. Ο Ασφαλιστικός Πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή μέσω συνεργατών του, τις ασφαλιστικές συμβάσεις των πελατών του, με τις επιχειρήσεις που συνεργάζεται.

ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΑΤΟΣ

Δικαιούχος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο  που έχει καθοριστεί να εισπράξει το ασφάλισμα σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος.

ΕΠΑΣΦΑΛΙΣΤΡΟ

Επασφάλιστρο είναι το επιπλέον ασφάλιστρο που πληρώνει ο ασφαλισμένος, λόγω συγκεκριμένων συνθηκών (π.χ ηλικία, επάγγελμα, υγεία κτλ). Τα επαγγελματικά  επασφάλιστρα καθορίζονται σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων επαγγελμάτων, ενώ τα επασφάλιστρα υγείας καθορίζονται με βάση τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ασφαλισμένος.

ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΡΑΞΗ

Είναι το ασφαλιστικό έγγραφο που εκδίδεται από την ασφαλιστική εταιρεία και τροποποιεί ή ακυρώνει μια ασφαλιστική σύμβαση που είναι ήδη σε ισχύ.

ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ «ΛΗΠΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ»

Συμβαλλόμενος ή Λήπτης της Ασφάλισης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συνάπτει την σύμβαση ασφάλισης με τον ασφαλιστή, το οποίο είναι υποχρεωμένο να πληρώνει το ασφάλιστρο, έχοντας ταυτόχρονα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση.

ΣΥΝΑΣΦΑΛΙΣΗ – ΔΙΠΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ

Συνασφάλιση έχουμε όταν το ίδιο το συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ίδιου κινδύνου και για την ίδια χρονική στιγμή σε περισσότερους από έναν ασφαλιστές και τα επιμέρους ασφαλιστικά ποσά δεν υπερβαίνουν συνολικά την ασφαλιστική αξία. Διπλή ασφάλιση αντιθέτως έχουμε όταν πλήρως ασφαλισμένα οικονομικά αγαθά ασφαλίζονται εκ νέου, μερικώς ή ολικώς.

ΥΠΑΣΦΑΛΙΣΗ

Υπασφάλιση υπάρχει, όταν το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία του αντικειμένου που ασφαλίζεται. Έτσι, σε περίπτωση ζημιάς η αποζημίωση είναι ανάλογη με τη σχέση της τρέχουσας εμπορικής αξίας και του ασφαλιζόμενου κεφαλαίου.

ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ

Υπερασφάλιση υπάρχει, όταν το ασφαλιζόμενο κεφάλαιο είναι μεγαλύτερο από την τρέχουσα εμπορική αξία του αντικειμένου που ασφαλίζεται. Αυτό μπορεί να οφείλεται, είτε από λάθος υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του αντικειμένου, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης-ασφαλισμένου. Ανεξάρτητα του αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο και από τους λόγους στους οποίους οφείλεται, σε περίπτωση ζημιάς η ασφαλιστική εταιρεία ευθύνεται μόνο μέχρι του ποσού της πραγματικής τρέχουσας εμπορικής αξίας του ασφαλισμένου αντικειμένου.